σάμπως — 1. επίρρ. τροπ., σαν: Μου μιλούσε με έναν αέρα, σάμπως να γνωριζόμαστε από χρόνια. 2. ερωτηματικό μόριο, μήπως: Σάμπως δεν έκανε θυσία ο πατέρας σου; 3. νομίζω πως, μου φαίνεται πως: Σάμπως να τα παραλές, αγαπητέ μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μήγαρις — και μήγαρι και μηγάρις και μηγάρι και μήγαρ (Μ μήγαρι και μήγαρις και μηγάρις) (διστακτικό μόριο) μήπως, μήπως τυχόν, μπας και, σάμπως («μήγαρις έχω τίποτε άλλο στον νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μὴ γὰρ ή, κατ άλλη … Dictionary of Greek
σάματι — και σάματις Ν (ως σύνδ.) 1. (σε ερώτηση στην οποία εννοείται ή και αναμένεται αρνητική απάντηση) μήπως, σάμπως («σάματις είμαι εγώ καλύτερη;») 2. (σε περιπτώσεις σύγκρισης μιας πραγματικής κατάστασης με μια υποθετική) σαν να μην («σάματι να μην… … Dictionary of Greek
σαν — (I) και σα Ν (μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό) 1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» λέγεται σε οικείο ή φίλο με την… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ωσάν — ὡσάν, ΝΑ, και ὡς ἄν, και επικ. τ. ὥς κε(ν) Α, και ωσά Ν (επίρρ. και σύνδ.) σαν, σαν να, σάμπως («ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῑν ὑμᾱς», ΚΔ.) νεοελλ. 1. χρον. όταν, αμέσως μόλις («ωσά γνωρίστη άνθρωπος», Ερωτόκρ.) 2. (αιτιολ.) επειδή, αφού αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στερεώνω — στερεώνω, στερέωσα βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως → σταθεροποιούμαι σε… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στεριώνω — στεριώνω, στέριωσα, στεριωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στερεώνω – στεριώνω : σε ορισμένα λεξικά αναφέρονται ως συνώνυμα. Το στερεώνω σημαίνει κυρίως → τοποθετώ κάποιον σε μια θέση με τρόπο σταθερό και μόνιμο. Το στεριώνω σημαίνει κυρίως →… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μήγαρις — μήπως τάχα, σάμπως, μπας και: Μήγαρις, ξέρω τι θέλει; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σάματι — και σάματις σύνδ., σάμπως: Μου ζητάει χρήματα, σάματι εγώ είμαι πλούσιος. – Σάματις έβρεξε για να γίνουν τα σιτάρια; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)